- πατριδογραφία
- ηη πατριδογνωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Μιλτ. Βρατσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατριδογραφία — η βλ. πατριδογνωσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
πατριδογνωσία — η μάθημα που διδάσκεται στις δύο κατώτερες τάξεις τού δημοτικού σχολείου και αναφέρεται στην ιδιαίτερη πατρίδα τών μαθητών, δηλ. την πόλη ή το χωριό όπου βρίσκεται το σχολείο, και γενικά το άμεσο περιβάλλον τους από γεωγραφική, ιστορική κ.λπ.… … Dictionary of Greek
Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… … Dictionary of Greek
πατριδογνωσία — πατριδογνωσία, η και πατριδογραφία, η μάθημα του Δημοτικού σχολείου για τη γνώση της ιδιαίτερης πατρίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)